- διεξάγει
- cпроведе
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
διεξάγει — διεξά̱γει , διά , ἐκ ἀγάω imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) διά , ἐκ ἀγάω pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) διά , ἐκ ἀγάω imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) διά ἐξάγω lead out pres ind mp 2nd sg διά … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπόλεμος — η, ο (Α ἐμπόλεμος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε πόλεμο, που διεξάγει πόλεμο («εμπόλεμα κράτη») 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι εμπόλεμοι αυτοί που πολεμούν μεταξύ τους 3. ο πολεμικός, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πόλεμο (α. «εμπόλεμη … Dictionary of Greek
αγκιτάτορας — ο [λατ. agitator] αυτός που διεξάγει αγκιτάτσια, δηλ. αυτός που προκαλεί αναβρασμό, ζύμωση, διέγερση στις μάζες και τίς παρακινεί να κινητοποιηθούν για την επίτευξη άμεσων πρακτικών σκοπών … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
οπλαρχηγός — ο εθελοντής αρχηγός ομάδας μαχητών η οποία φέρει όπλα και είναι ικανή να διεξάγει ένοπλο αγώνα αλλά δεν ανήκει σε τακτικό στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
πολιτική — Στην κοινή γλώσσα η λέξη π. έχει δύο έννοιες: μια γενική και μια ειδική. Στη γενική της έννοια σημαίνει, περίπου, γραμμή συμπεριφοράς, και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τις μορφές ενέργειας ενός ή πολλών ανθρώπων, κατά σχετικά σταθερό τρόπο,… … Dictionary of Greek
πρεσβευτής — ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να… … Dictionary of Greek
προχειριστικός — ή, όν, Α [προχειρίζω] αυτός που διεξάγει, που επιτελεί κάτι … Dictionary of Greek